κρατιστος

κρατιστος
    κράτιστος
    (ᾰ), эп. κάρτιστος 3
    [superl. и elativ. к κράτος См. κρατος]
    1) чрезвычайно сильный, сильнейший
    

κ. πετεηνῶν Hom.(орел), сильнейшее из пернатых;

    κ. Ἑλλήνων Soph. = Ἀχιλλεύς;
    κ. θεῶν Pind. = Ζεύς;
    καρτίστη μάχη Hom. — жесточайшая битва;
    δεσμὸς κ. Plat. — крепчайшая связь

    2) (наи)лучший
    

κ. τέν ψυχήν Thuc. — лучший по душевным качествам;

    κ. ἔν τινι и πρός τι Xen., εἴς и περί τι Plat. — лучший в чем-л., в каком-л. отношении;
    οἱ κράτιστοι Xen. — знатнейшие из граждан;
    τὰ κράτιστα τῆς χώρας Xen. — лучшая часть страны;
    δυνάμεως τὸ κράτιστον Xen. — лучшая часть, цвет армии;
    διαβάλλειν τε καὴ ἀπολύσασθαι διαβολὰς κ. Plat. — весьма искусный как в клевете, так и в опровержении клеветы;
    φυγέειν κάρτιστον ἀπ΄ αὐτῆς Hom. — от нее (Скиллы) лучше всего бежать;
    ἀπὸ τοῦ κρατίστου Polyb. — самым серьезным образом - см. тж. κράτιστα


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Полезное


Смотреть что такое "κρατιστος" в других словарях:

  • κράτιστος — strongest masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράτιστος — η ο (AM κράτιστος, ίστη, ον, Α επικ. τ. κάρτιστος, ίστη, ον) 1. ο ισχυρότατος, ο δυνατότατος («θεῶν κρατίστου παῑδες», Πίνδ.) 2. κορυφαίος, κάλλιστος, άριστος («τοῡ περὶ λογισμοὺς καὺ τὰ γεωμετρικὰ κρατίστους», Πλάτ.) αρχ. 1. (η κλητ. ως τίτλος… …   Dictionary of Greek

  • κρατίστω — κράτιστος strongest masc/neut nom/voc/acc dual κράτιστος strongest masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατίστων — κράτιστος strongest fem gen pl κράτιστος strongest masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατίστως — κράτιστος strongest adverbial κράτιστος strongest masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράτιστον — κράτιστος strongest masc acc sg κράτιστος strongest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατίσταις — κράτιστος strongest fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατίστη — κράτιστος strongest fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατίστην — κράτιστος strongest fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατίστης — κράτιστος strongest fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατίστοις — κράτιστος strongest masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»